- μινυνθάδιος
- μινυνθάδιος, -ία, -ον (Α)1. ολιγοχρόνιος, βραχύβιος («μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ'», Ομ. Ιλ.)2. μικρός3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μινυνθαδία(κατά τον Ησύχ.) «ἡ σελήνη».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυνθ- τού επιρρ. μίνυνθα* + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυφ-άδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.